...και ουχί ξιδάτο
Αφορμή για την απλούστατη αυτή συνταγή ήταν ένα μπουκάλι Σαββατιανό που θέλαμε να δοκιμάσουμε. Λόγω κρασιού δεν ήθελα να βάλω ξίδι στο χταπόδάκι. Επίσης, τη στιγμή που είχα ολόφρεσκο ελαιόλαδο ήταν κρίμα να κάνω το χταποδάκι ξιδάτο και η ένταση του ξιδιού να σκεπάσει τη φρεσκάδα και τα αρώματα του λαδιού. Και εγένετο η συνταγή: χταποδάκι βραστό και ουχί ξιδάτο. Αποδείχθηκε τόσο νόστιμο που θα το καθιερώσω. Μόλις το έλουσε το χρυσαφένιο λάδι, μια αίσθηση παρηγοριάς με κατέκλυσε. Αυτή τη βροχερή Παρασκευή της καραντίνας.
Το χταπόδι ήταν ολόφρεσκο και καλά καθαρισμένο από το ψαρά. Το έβαλα στην κατσαρόλα με δύο δαφνόφυλλα, χωρίς καθόλου νερό, σε χαμηλή φωτιά, σκεπασμένο, και σε λιγότερο από 40 λεπτά, είχε γίνει λουκούμι. Θυμίζω ότι το χταπόδι βγάζει επαρκή υγρά για να βράσει στο ζουμί του. Αρκεί να έχουμε χαμηλωμένη φωτιά.
Το άφησα να κρυώσει, το έκοψα μπουκίτσες και το έλουσα με το φρέσκο ελαιόλαδο.
Το Σαββατιανό του 2018, από το Κτήμα Κοκοτού, περασμένο από βαρέλι με αρώματα αμύγδαλου, βερίκοκου, αχλαδιού, νότες από μέλι, υπογράμμισε τις δυνατότητες της ποικιλίας από την οποία παράγεται η ρετσίνα. Κυρίαρχη στους αμπελώνες της Αττική, έχει να μας δώσει πολλά και να μας εκπλήξει ευχάριστα. Να θυμίσω ότι παρόλο που κυκλοφορούσαν πολύ ενδιαφέροντα Σαββατιανά, ήδη από την δεκαετία του ’80, το πρώτο κρασί που τόλμησε να αναγράψει στην ετικέτα του το όνομα της ποικιλίας με το ένοχο παρελθόν, ήταν το Κοκοράκι του Παπαγιαννάκου το 1995.
Φρέσκο, περασμένο από βαρέλι, αλλά και παλαιωμένο, δίχνει ότι έχει να μας πει πάρα πολλά ακόμη.
Comments